- παραμακραίνω
- (αόρ. παραμάκρυνα) 1. μετ.1) чересчур, слишком удлинять; 2) см. παρατραβώ 2; 2. αμετ. 1) сделаться слишком длинным; 2) перен. слишком отходить, отдаляться; отклоняться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμακραίνω — και παραμακρύνω 1. μακραίνω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει, τού δίνω υπερβολικό μήκος 2. μηκύνομαι πάρα πολύ, γίνομαι υπερβολικά μακρύς 3. αργώ, καθυστερώ πολύ 4. μτφ. απομακρύνομαι πολύ, ξεμακραίνω («μην παραμακραίνεις γιατί θα χαθείς») … Dictionary of Greek
παραμακραίνω — παραμάκρυνα, παραμακρεμένος 1. μτβ., κάνω κάτι πολύ μακρύ, μεγαλώνω τις διαστάσεις του ή τη διάρκειά του: Τα παραμάκρυνες τα μαλλιά σου. – Παραμακραίνουμε τη συζήτηση και δε θα βγάλουμε άκρη. 2. αμτβ., γίνομαι πολύ μακρύς, διαρκώ πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)